θερμαίνω

θερμαίνω
θερμαίνω (θερμός; Hom. et al.; LXX; TestSol 18:18 P; Ar. 6, 1; POxy 1778, 30) 1 aor. impv. θέρμανον Sir 38:17; subj. 2 sg. θερμάνῃς TestSol 18:18 P; in our lit. only θερμαίνομαι (PSI 406, 37 [III B.C.]; Jos., Bell. 3, 274) impf. ἐθερμαινόμην; 1 aor. ἐθερμάνθην LXX warm oneself at a fire (Is 44:16) Mk 14:67; J 18:18ab, 25. πρὸς τὸ φῶς at the fire Mk 14:54. Of clothing (Hg 1:6; Job 31:20) θερμαίνεσθε dress warmly! keep warm! Js 2:16.—DELG s.v. θέρομαι 3.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θερμαίνω — warm pres subj act 1st sg θερμαίνω warm pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνω — θερμαίνω, θέρμανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • θερμαίνω — (ΑΜ θερμαίνω) 1. κάνω θερμό κάτι, ζεσταίνω (α. «θερμαίνω νερό» β. «ἥλιος θερμαίνων χθόνα», Ευρ.) 2. ενισχύω, εμψυχώνω (α. «τόν θέρμανε η συζήτηση». β. «θερμαίνει φιλότατι νόον», Πίνδ.) 3. παθ. θερμαίνομαι α) είμαι ή γίνομαι θερμός, προσλαμβάνω… …   Dictionary of Greek

  • θερμαίνω — θέρμανα, θερμάνθηκα, θερμασμένος 1. κάνω κάτι ζεστό: Ο ήλιος θερμαίνει τη Γη. 2. εμψυχώνω, δίνω κουράγιο: Η ελπίδα της επιστροφής τον θέρμαινε στην ξενιτιά. 3. τονώνω, εξάπτω: Ο ζήλος του θερμάνθηκε. – Θερμαίνεται η πολιτική ατμόσφαιρα. 4. το μέσ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θερμαίνεσθε — θερμαίνω warm pres imperat mp 2nd pl θερμαίνω warm pres ind mp 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνετε — θερμαίνω warm pres imperat act 2nd pl θερμαίνω warm pres ind act 2nd pl θερμαίνω warm imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαίνῃ — θερμαίνω warm pres subj mp 2nd sg θερμαίνω warm pres ind mp 2nd sg θερμαίνω warm pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταθερμαίνω — θερμαίνω (Α) [κατάθερμος] θερμαίνω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • θερμαινομένων — θερμαίνω warm pres part mp fem gen pl θερμαίνω warm pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμεθα — θερμαίνω warm pres ind mp 1st pl θερμαίνω warm imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαινόμενον — θερμαίνω warm pres part mp masc acc sg θερμαίνω warm pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”